Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρεθιστής
ἐρεθιστικός
ἐρεθιστός
ἐρέθω
ἐρείδω
ἐρεικαῖον
ἐρείκη
ἐρεικηρόν
ἐρείκινος
ἐρείκιον
ἐρεικίς
ἐρεικίτας
ἐρεικόεις
ἐρεικτός
ἐρείκω
ἐρεινοῦς
ἔρειξις
ἐρείπιον
ἐρείπιος
ἐρειπιώδης
ἐρειπιών
View word page
ἐρεικίς
pounded barley, groats

ShortDef

pounded barley, groats

Debugging

Headword:
ἐρεικίς
Headword (normalized):
ἐρεικίς
Headword (normalized/stripped):
ερεικις
IDX:
35782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35783
Key:

Data

{'content': 'pounded barley, groats'}