Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρεβώδης
ἐρεβῶπις
ἔρεγμα
ἐρέγμινος
ἐρεείνω
Ἐρεθειμιάζω
ἐρεθίζω
ἐρεθίμια
Ἐρεθίμιος
ἐρέθισμα
ἐρεθισμός
ἐρεθιστέον
ἐρεθιστής
ἐρεθιστικός
ἐρεθιστός
ἐρέθω
ἐρείδω
ἐρεικαῖον
ἐρείκη
ἐρεικηρόν
ἐρείκινος
View word page
ἐρεθισμός
irritation
ShortDef
irritation
Debugging
Headword:
ἐρεθισμός
Headword (normalized):
ἐρεθισμός
Headword (normalized/stripped):
ερεθισμος
IDX:
35770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35771
Key:
Data
{'content': 'irritation'}