Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλευροποιέω
ἀλευρόττησις
ἀλευρώδης
ἄλευστος
ἀλεύω
ἀλέω
ἀλέω2
ἀλεωρή
ἄλη
ἁλή
ἁληγός
ἀληθάργητος
ἀλήθεια
ἀληθείη
ἀλήθευσις
ἀληθευτής
ἀληθευτικός
ἀληθεύω
ἀληθής
ἀληθίζω
ἀληθινολογέω
View word page
ἁληγός
carrying salt

ShortDef

carrying salt

Debugging

Headword:
ἁληγός
Headword (normalized):
ἁληγός
Headword (normalized/stripped):
αληγος
IDX:
3576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3577
Key:

Data

{'content': 'carrying salt'}