Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐργομωκεύω
ἔργον
ἐργοποιία
ἐργοπονέομαι
ἐργοπόνος
ἐργοτεχνίτης
ἐργοφόρος
ἐργόχειρον
ἔργω
ἔργω2
ἐργώδης
ἐργωνέω
ἐργώνης
ἐργωνία
ἔρδω
ἐρέα
ἐρεβεννός
ἐρεβίνθειος
ἐρεβινθιαῖος
ἐρεβινθοπώλης
ἐρέβινθος
View word page
ἐργώδης
irksome, troublesome

ShortDef

irksome, troublesome

Debugging

Headword:
ἐργώδης
Headword (normalized):
ἐργώδης
Headword (normalized/stripped):
εργωδης
IDX:
35741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35742
Key:

Data

{'content': 'irksome, troublesome'}