Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐργολαβία
ἐργολάβος
ἐργομίσης
ἐργομωκεύω
ἔργον
ἐργοποιία
ἐργοπονέομαι
ἐργοπόνος
ἐργοτεχνίτης
ἐργοφόρος
ἐργόχειρον
ἔργω
ἔργω2
ἐργώδης
ἐργωνέω
ἐργώνης
ἐργωνία
ἔρδω
ἐρέα
ἐρεβεννός
ἐρεβίνθειος
View word page
ἐργόχειρον
manual labour
ShortDef
manual labour
Debugging
Headword:
ἐργόχειρον
Headword (normalized):
ἐργόχειρον
Headword (normalized/stripped):
εργοχειρον
IDX:
35738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35739
Key:
Data
{'content': 'manual labour'}