Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐργολάβεια
ἐργολαβέω
ἐργολαβία
ἐργολάβος
ἐργομίσης
ἐργομωκεύω
ἔργον
ἐργοποιία
ἐργοπονέομαι
ἐργοπόνος
ἐργοτεχνίτης
ἐργοφόρος
ἐργόχειρον
ἔργω
ἔργω2
ἐργώδης
ἐργωνέω
ἐργώνης
ἐργωνία
ἔρδω
ἐρέα
View word page
ἐργοτεχνίτης
skilled craftsman, expert
ShortDef
skilled craftsman, expert
Debugging
Headword:
ἐργοτεχνίτης
Headword (normalized):
ἐργοτεχνίτης
Headword (normalized/stripped):
εργοτεχνιτης
IDX:
35736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35737
Key:
Data
{'content': 'skilled craftsman, expert'}