Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐργοδοτέω
ἐργοδότης
ἐργολάβεια
ἐργολαβέω
ἐργολαβία
ἐργολάβος
ἐργομίσης
ἐργομωκεύω
ἔργον
ἐργοποιία
ἐργοπονέομαι
ἐργοπόνος
ἐργοτεχνίτης
ἐργοφόρος
ἐργόχειρον
ἔργω
ἔργω2
ἐργώδης
ἐργωνέω
ἐργώνης
ἐργωνία
View word page
ἐργοπονέομαι
work hard

ShortDef

work hard

Debugging

Headword:
ἐργοπονέομαι
Headword (normalized):
ἐργοπονέομαι
Headword (normalized/stripped):
εργοπονεομαι
IDX:
35734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35735
Key:

Data

{'content': 'work hard'}