Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐργοδιωκτέω
ἐργοδιώκτης
ἐργοδοσία
ἐργοδοτέω
ἐργοδότης
ἐργολάβεια
ἐργολαβέω
ἐργολαβία
ἐργολάβος
ἐργομίσης
ἐργομωκεύω
ἔργον
ἐργοποιία
ἐργοπονέομαι
ἐργοπόνος
ἐργοτεχνίτης
ἐργοφόρος
ἐργόχειρον
ἔργω
ἔργω2
ἐργώδης
View word page
ἐργομωκεύω
flatter, wheedle

ShortDef

flatter, wheedle

Debugging

Headword:
ἐργομωκεύω
Headword (normalized):
ἐργομωκεύω
Headword (normalized/stripped):
εργομωκευω
IDX:
35731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35732
Key:

Data

{'content': 'flatter, wheedle'}