Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλευρομαντεῖον
ἀλευρόμαντις
ἄλευρον
ἄλευρον2
ἀλευροποιέω
ἀλευρόττησις
ἀλευρώδης
ἄλευστος
ἀλεύω
ἀλέω
ἀλέω2
ἀλεωρή
ἄλη
ἁλή
ἁληγός
ἀληθάργητος
ἀλήθεια
ἀληθείη
ἀλήθευσις
ἀληθευτής
ἀληθευτικός
View word page
ἀλέω2
> ἀλέομαι

ShortDef

to grind, bruise, pound
> ἀλέομαι

Debugging

Headword:
ἀλέω2
Headword (normalized):
ἀλέω
Headword (normalized/stripped):
αλεω2
IDX:
3572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3573
Key:

Data

{'content': '> ἀλέομαι'}