Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐργεπιστασία
ἐργεπιστατέω
ἐργεπιστάτης
ἔργμα
ἕργμα
ἑργνύω
ἐργοδιωκτέω
ἐργοδιώκτης
ἐργοδοσία
ἐργοδοτέω
ἐργοδότης
ἐργολάβεια
ἐργολαβέω
ἐργολαβία
ἐργολάβος
ἐργομίσης
ἐργομωκεύω
ἔργον
ἐργοποιία
ἐργοπονέομαι
ἐργοπόνος
View word page
ἐργοδότης
one who lets out work

ShortDef

one who lets out work

Debugging

Headword:
ἐργοδότης
Headword (normalized):
ἐργοδότης
Headword (normalized/stripped):
εργοδοτης
IDX:
35725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35726
Key:

Data

{'content': 'one who lets out work'}