Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐργαστηριακός
ἐργαστηριάρχης
ἐργαστήριον
ἐργαστής
ἐργαστικός
ἔργαστρα
ἐργατεία
ἐργατεύομαι
ἐργάτης
ἐργατήσιος
ἐργατικός
ἐργατίνης
ἐργάτις
ἐργατοκυλίνδριος
ἐργατῶνες
ἐργεπείκτης
ἐργεπιστασία
ἐργεπιστατέω
ἐργεπιστάτης
ἔργμα
ἕργμα
View word page
ἐργατικός
given to labour, diligent, active
ShortDef
given to labour, diligent, active
Debugging
Headword:
ἐργατικός
Headword (normalized):
ἐργατικός
Headword (normalized/stripped):
εργατικος
IDX:
35709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35710
Key:
Data
{'content': 'given to labour, diligent, active'}