Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐργαστήρ
ἐργαστηριακός
ἐργαστηριάρχης
ἐργαστήριον
ἐργαστής
ἐργαστικός
ἔργαστρα
ἐργατεία
ἐργατεύομαι
ἐργάτης
ἐργατήσιος
ἐργατικός
ἐργατίνης
ἐργάτις
ἐργατοκυλίνδριος
ἐργατῶνες
ἐργεπείκτης
ἐργεπιστασία
ἐργεπιστατέω
ἐργεπιστάτης
ἔργμα
View word page
ἐργατήσιος
producing an income

ShortDef

producing an income

Debugging

Headword:
ἐργατήσιος
Headword (normalized):
ἐργατήσιος
Headword (normalized/stripped):
εργατησιος
IDX:
35708
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35709
Key:

Data

{'content': 'producing an income'}