Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐργαστέον
ἐργαστέος
ἐργαστήρ
ἐργαστηριακός
ἐργαστηριάρχης
ἐργαστήριον
ἐργαστής
ἐργαστικός
ἔργαστρα
ἐργατεία
ἐργατεύομαι
ἐργάτης
ἐργατήσιος
ἐργατικός
ἐργατίνης
ἐργάτις
ἐργατοκυλίνδριος
ἐργατῶνες
ἐργεπείκτης
ἐργεπιστασία
ἐργεπιστατέω
View word page
ἐργατεύομαι
work hard, labour

ShortDef

work hard, labour

Debugging

Headword:
ἐργατεύομαι
Headword (normalized):
ἐργατεύομαι
Headword (normalized/stripped):
εργατευομαι
IDX:
35706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35707
Key:

Data

{'content': 'work hard, labour'}