Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐργαλοθήκη
ἐργάνη
ἐργασείω
ἐργασία
ἐργασίμη
ἐργάσιμος
ἔργασις
ἐργαστέον
ἐργαστέος
ἐργαστήρ
ἐργαστηριακός
ἐργαστηριάρχης
ἐργαστήριον
ἐργαστής
ἐργαστικός
ἔργαστρα
ἐργατεία
ἐργατεύομαι
ἐργάτης
ἐργατήσιος
ἐργατικός
View word page
ἐργαστηριακός
practising a handicraft

ShortDef

practising a handicraft

Debugging

Headword:
ἐργαστηριακός
Headword (normalized):
ἐργαστηριακός
Headword (normalized/stripped):
εργαστηριακος
IDX:
35699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35700
Key:

Data

{'content': 'practising a handicraft'}