Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλευρίτης
ἀλευροδοῦντες
ἀλευρόκλεψ
ἀλευρομαντεῖον
ἀλευρόμαντις
ἄλευρον
ἄλευρον2
ἀλευροποιέω
ἀλευρόττησις
ἀλευρώδης
ἄλευστος
ἀλεύω
ἀλέω
ἀλέω2
ἀλεωρή
ἄλη
ἁλή
ἁληγός
ἀληθάργητος
ἀλήθεια
ἀληθείη
View word page
ἄλευστος
unseen

ShortDef

unseen

Debugging

Headword:
ἄλευστος
Headword (normalized):
ἄλευστος
Headword (normalized/stripped):
αλευστος
IDX:
3569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3570
Key:

Data

{'content': 'unseen'}