Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄγγων
ἄγδην
ἄγε
ἀγέγωνος
ἄγεθλον
ἄγειος
ἀγείρω
ἀγείσωτος
ἀγείτων
ἀγέλα
ἀγελάζομαι
ἀγελαιοκομικός
ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφία
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαιοτρόφος
ἀγελαιών
ἀγέλαοι
Ἀγέλαος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
View word page
ἀγελάζομαι
to be gregarious, flock

ShortDef

to be gregarious, flock

Debugging

Headword:
ἀγελάζομαι
Headword (normalized):
ἀγελάζομαι
Headword (normalized/stripped):
αγελαζομαι
IDX:
356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-357
Key:

Data

{'content': 'to be gregarious, flock'}