Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐραστικός
ἐραστός
ἐράστρια
ἐραστριάω
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατογλέφαρος
ἐρατός
Ἐρατοσθένης
ἐρατόστομος
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐρατώνυμος
ἐρατῶπις
ἐραυνητικόν
ἐραχάται
ἐράω
ἐράω2
ἐργάζομαι
ἐργαθεῖν
ἔργαθεν
View word page
ἐρατόχροος
fair of complexion

ShortDef

fair of complexion

Debugging

Headword:
ἐρατόχροος
Headword (normalized):
ἐρατόχροος
Headword (normalized/stripped):
ερατοχροος
IDX:
35677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35678
Key:

Data

{'content': 'fair of complexion'}