Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐραστής
ἐραστικός
ἐραστός
ἐράστρια
ἐραστριάω
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατογλέφαρος
ἐρατός
Ἐρατοσθένης
ἐρατόστομος
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐρατώνυμος
ἐρατῶπις
ἐραυνητικόν
ἐραχάται
ἐράω
ἐράω2
ἐργάζομαι
ἐργαθεῖν
View word page
ἐρατόστομος
lovely-mouthed

ShortDef

lovely-mouthed

Debugging

Headword:
ἐρατόστομος
Headword (normalized):
ἐρατόστομος
Headword (normalized/stripped):
ερατοστομος
IDX:
35676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35677
Key:

Data

{'content': 'lovely-mouthed'}