Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστικός
ἐραστός
ἐράστρια
ἐραστριάω
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατογλέφαρος
ἐρατός
Ἐρατοσθένης
ἐρατόστομος
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐρατώνυμος
ἐρατῶπις
ἐραυνητικόν
ἐραχάται
ἐράω
ἐράω2
View word page
ἐρατός
lovely, charming

ShortDef

lovely, charming

Debugging

Headword:
ἐρατός
Headword (normalized):
ἐρατός
Headword (normalized/stripped):
ερατος
IDX:
35674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35675
Key:

Data

{'content': 'lovely, charming'}