Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστικός
ἐραστός
ἐράστρια
ἐραστριάω
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατογλέφαρος
ἐρατός
Ἐρατοσθένης
ἐρατόστομος
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐρατώνυμος
ἐρατῶπις
ἐραυνητικόν
ἐραχάται
ἐράω
View word page
ἐρατογλέφαρος
with lovely eyes

ShortDef

with lovely eyes

Debugging

Headword:
ἐρατογλέφαρος
Headword (normalized):
ἐρατογλέφαρος
Headword (normalized/stripped):
ερατογλεφαρος
IDX:
35673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35674
Key:

Data

{'content': 'with lovely eyes'}