Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἐρασίστρατος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστικός
ἐραστός
ἐράστρια
ἐραστριάω
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατογλέφαρος
ἐρατός
Ἐρατοσθένης
ἐρατόστομος
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐρατώνυμος
ἐρατῶπις
ἐραυνητικόν
ἐραχάται
View word page
ἐρατίζω
greedy after
ShortDef
greedy after
Debugging
Headword:
ἐρατίζω
Headword (normalized):
ἐρατίζω
Headword (normalized/stripped):
ερατιζω
IDX:
35672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35673
Key:
Data
{'content': 'greedy after'}