Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἐρασιστράτειος
Ἐρασίστρατος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστικός
ἐραστός
ἐράστρια
ἐραστριάω
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατογλέφαρος
ἐρατός
Ἐρατοσθένης
ἐρατόστομος
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐρατώνυμος
ἐρατῶπις
ἐραυνητικόν
View word page
ἐρατεινός
lovely, charming
ShortDef
lovely, charming
Debugging
Headword:
ἐρατεινός
Headword (normalized):
ἐρατεινός
Headword (normalized/stripped):
ερατεινος
IDX:
35671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35672
Key:
Data
{'content': 'lovely, charming'}