Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρασίπτερος
ἔρασις
Ἐρασιστράτειος
Ἐρασίστρατος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστικός
ἐραστός
ἐράστρια
ἐραστριάω
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατογλέφαρος
ἐρατός
Ἐρατοσθένης
ἐρατόστομος
ἐρατόχροος
Ἐρατώ
ἐρατώνυμος
View word page
ἐράστρια
lover
ShortDef
lover
Debugging
Headword:
ἐράστρια
Headword (normalized):
ἐράστρια
Headword (normalized/stripped):
εραστρια
IDX:
35669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35670
Key:
Data
{'content': 'lover'}