Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλευάδας
ἀλεύκαντος
ἀλεύρινος
ἀλευρίτης
ἀλευροδοῦντες
ἀλευρόκλεψ
ἀλευρομαντεῖον
ἀλευρόμαντις
ἄλευρον
ἄλευρον2
ἀλευροποιέω
ἀλευρόττησις
ἀλευρώδης
ἄλευστος
ἀλεύω
ἀλέω
ἀλέω2
ἀλεωρή
ἄλη
ἁλή
ἁληγός
View word page
ἀλευροποιέω
make into flour
ShortDef
make into flour
Debugging
Headword:
ἀλευροποιέω
Headword (normalized):
ἀλευροποιέω
Headword (normalized/stripped):
αλευροποιεω
IDX:
3566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3567
Key:
Data
{'content': 'make into flour'}