Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρασίμολπος
ἐρασιπλόκαμος
ἐρασίπτερος
ἔρασις
Ἐρασιστράτειος
Ἐρασίστρατος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστικός
ἐραστός
ἐράστρια
ἐραστριάω
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατογλέφαρος
ἐρατός
Ἐρατοσθένης
ἐρατόστομος
ἐρατόχροος
View word page
ἐραστικός
loving
ShortDef
loving
Debugging
Headword:
ἐραστικός
Headword (normalized):
ἐραστικός
Headword (normalized/stripped):
εραστικος
IDX:
35667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35668
Key:
Data
{'content': 'loving'}