Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔρανος
ἐρασίμολπος
ἐρασιπλόκαμος
ἐρασίπτερος
ἔρασις
Ἐρασιστράτειος
Ἐρασίστρατος
ἐρασιχρήματος
ἐράσμιος
ἐραστεύω
ἐραστής
ἐραστικός
ἐραστός
ἐράστρια
ἐραστριάω
ἐρατεινός
ἐρατίζω
ἐρατογλέφαρος
ἐρατός
Ἐρατοσθένης
ἐρατόστομος
View word page
ἐραστής
a lover

ShortDef

a lover

Debugging

Headword:
ἐραστής
Headword (normalized):
ἐραστής
Headword (normalized/stripped):
εραστης
IDX:
35666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35667
Key:

Data

{'content': 'a lover'}