Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπωφελής
ἐπωφελία
ἐπώχατο
ἐπῴχατο
ἔπωχρος
ἔρα
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανάρχης
ἐρανέμπολος
ἐρανίζω
ἐρανικός
ἐράνισις
ἐρανιστής
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασίμολπος
ἐρασιπλόκαμος
ἐρασίπτερος
ἔρασις
Ἐρασιστράτειος
View word page
ἐρανίζω
lay under contribution

ShortDef

lay under contribution

Debugging

Headword:
ἐρανίζω
Headword (normalized):
ἐρανίζω
Headword (normalized/stripped):
ερανιζω
IDX:
35651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35652
Key:

Data

{'content': 'lay under contribution'}