Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπωφέλεια
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπωφελής
ἐπωφελία
ἐπώχατο
ἐπῴχατο
ἔπωχρος
ἔρα
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανάρχης
ἐρανέμπολος
ἐρανίζω
ἐρανικός
ἐράνισις
ἐρανιστής
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασίμολπος
ἐρασιπλόκαμος
View word page
ἔραμαι
to love, to be in love with
ShortDef
to love, to be in love with
Debugging
Headword:
ἔραμαι
Headword (normalized):
ἔραμαι
Headword (normalized/stripped):
εραμαι
IDX:
35648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35649
Key:
Data
{'content': 'to love, to be in love with'}