Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπωτίδες
ἐπωφέλεια
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπωφελής
ἐπωφελία
ἐπώχατο
ἐπῴχατο
ἔπωχρος
ἔρα
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανάρχης
ἐρανέμπολος
ἐρανίζω
ἐρανικός
ἐράνισις
ἐρανιστής
ἐραννός
ἔρανος
ἐρασίμολπος
View word page
ἔραζε
to earth, to the ground

ShortDef

to earth, to the ground

Debugging

Headword:
ἔραζε
Headword (normalized):
ἔραζε
Headword (normalized/stripped):
εραζε
IDX:
35647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35648
Key:

Data

{'content': 'to earth, to the ground'}