Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπωρεύει
ἐπωροφία
ἐπωρύω
ἔπωσις
ἐπωτειλόομαι
ἐπωτίδες
ἐπωφέλεια
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπωφελής
ἐπωφελία
ἐπώχατο
ἐπῴχατο
ἔπωχρος
ἔρα
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανάρχης
ἐρανέμπολος
ἐρανίζω
ἐρανικός
View word page
ἐπωφελία
help, succour

ShortDef

help, succour

Debugging

Headword:
ἐπωφελία
Headword (normalized):
ἐπωφελία
Headword (normalized/stripped):
επωφελια
IDX:
35642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35643
Key:

Data

{'content': 'help, succour'}