Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑπωπίς
ἐπωπίς
ἐπωρεύει
ἐπωροφία
ἐπωρύω
ἔπωσις
ἐπωτειλόομαι
ἐπωτίδες
ἐπωφέλεια
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπωφελής
ἐπωφελία
ἐπώχατο
ἐπῴχατο
ἔπωχρος
ἔρα
ἔραζε
ἔραμαι
ἐρανάρχης
ἐρανέμπολος
View word page
ἐπωφέλημα
a help, store

ShortDef

a help, store

Debugging

Headword:
ἐπωφέλημα
Headword (normalized):
ἐπωφέλημα
Headword (normalized/stripped):
επωφελημα
IDX:
35640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35641
Key:

Data

{'content': 'a help, store'}