Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλετρίς
ἀλετροπόδιον
ἀλετών
ἀλευάδας
ἀλεύκαντος
ἀλεύρινος
ἀλευρίτης
ἀλευροδοῦντες
ἀλευρόκλεψ
ἀλευρομαντεῖον
ἀλευρόμαντις
ἄλευρον
ἄλευρον2
ἀλευροποιέω
ἀλευρόττησις
ἀλευρώδης
ἄλευστος
ἀλεύω
ἀλέω
ἀλέω2
ἀλεωρή
View word page
ἀλευρόμαντις
one that divines from flour

ShortDef

one that divines from flour

Debugging

Headword:
ἀλευρόμαντις
Headword (normalized):
ἀλευρόμαντις
Headword (normalized/stripped):
αλευρομαντις
IDX:
3563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3564
Key:

Data

{'content': 'one that divines from flour'}