Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπωπάω
Ἐπωπεύς
ἐπωπεύς
ἐπωπή
ἑπωπίς
ἐπωπίς
ἐπωρεύει
ἐπωροφία
ἐπωρύω
ἔπωσις
ἐπωτειλόομαι
ἐπωτίδες
ἐπωφέλεια
ἐπωφελέω
ἐπωφέλημα
ἐπωφελής
ἐπωφελία
ἐπώχατο
ἐπῴχατο
ἔπωχρος
ἔρα
View word page
ἐπωτειλόομαι
to be scarred over

ShortDef

to be scarred over

Debugging

Headword:
ἐπωτειλόομαι
Headword (normalized):
ἐπωτειλόομαι
Headword (normalized/stripped):
επωτειλοομαι
IDX:
35636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35637
Key:

Data

{'content': 'to be scarred over'}