Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπῳδή
ἐπώδης
ἐπῳδικός
ἐπωδίνω
ἐπῳδός
ἐπωδυνία
ἐπώδυνος
ἐπῴζω
ἐπωθέω
ἐπωκής
ἐπωκύνω
ἐπώλεθρος
ἐπωλένιος
ἐπωμάδιος
ἐπωμαδόν
ἐπωμίδιος
ἐπωμίζομαι
ἐπωμίς
ἐπώμοσις
ἐπωμότης
ἐπωμοτικόν
View word page
ἐπωκύνω
sharpen, quicken

ShortDef

sharpen, quicken

Debugging

Headword:
ἐπωκύνω
Headword (normalized):
ἐπωκύνω
Headword (normalized/stripped):
επωκυνω
IDX:
35610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35611
Key:

Data

{'content': 'sharpen, quicken'}