Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἀλετροπόδιον
ἀλετών
ἀλευάδας
ἀλεύκαντος
ἀλεύρινος
ἀλευρίτης
ἀλευροδοῦντες
ἀλευρόκλεψ
ἀλευρομαντεῖον
ἀλευρόμαντις
ἄλευρον
ἄλευρον2
ἀλευροποιέω
ἀλευρόττησις
ἀλευρώδης
ἄλευστος
ἀλεύω
View word page
ἀλευροδοῦντες
wheaten cakes
ShortDef
wheaten cakes
Debugging
Headword:
ἀλευροδοῦντες
Headword (normalized):
ἀλευροδοῦντες
Headword (normalized/stripped):
αλευροδουντες
IDX:
3560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3561
Key:
Data
{'content': 'wheaten cakes'}