Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλετικός
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἀλετροπόδιον
ἀλετών
ἀλευάδας
ἀλεύκαντος
ἀλεύρινος
ἀλευρίτης
ἀλευροδοῦντες
ἀλευρόκλεψ
ἀλευρομαντεῖον
ἀλευρόμαντις
ἄλευρον
ἄλευρον2
ἀλευροποιέω
ἀλευρόττησις
ἀλευρώδης
ἄλευστος
View word page
ἀλευρίτης
of wheaten flour

ShortDef

of wheaten flour

Debugging

Headword:
ἀλευρίτης
Headword (normalized):
ἀλευρίτης
Headword (normalized/stripped):
αλευριτης
IDX:
3559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3560
Key:

Data

{'content': 'of wheaten flour'}