Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑπτήμερος
ἑπτήρης
ἑπτορόγυιος
ἕπτυσχλος
ἑπτώροφος
Ἐπύαξα
ἐπύλλιον
ἔπω
ἕπω
ἐπῳάδιος
ἐπῳάζω
ἐπῴασις
ἐπῳαστικός
ἐπωβελία
ἐπῳδή
ἐπώδης
ἐπῳδικός
ἐπωδίνω
ἐπῳδός
ἐπωδυνία
ἐπώδυνος
View word page
ἐπῳάζω
sit

ShortDef

sit

Debugging

Headword:
ἐπῳάζω
Headword (normalized):
ἐπῳάζω
Headword (normalized/stripped):
επωαζω
IDX:
35596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35597
Key:

Data

{'content': 'sit'}