Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλέτης
ἀλετικός
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἀλετροπόδιον
ἀλετών
ἀλευάδας
ἀλεύκαντος
ἀλεύρινος
ἀλευρίτης
ἀλευροδοῦντες
ἀλευρόκλεψ
ἀλευρομαντεῖον
ἀλευρόμαντις
ἄλευρον
ἄλευρον2
ἀλευροποιέω
ἀλευρόττησις
ἀλευρώδης
View word page
ἀλεύρινος
made of ἄλευρον
ShortDef
made of ἄλευρον
Debugging
Headword:
ἀλεύρινος
Headword (normalized):
ἀλεύρινος
Headword (normalized/stripped):
αλευρινος
IDX:
3558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3559
Key:
Data
{'content': 'made of ἄλευρον'}