Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλεστρον
ἀλέτης
ἀλετικός
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἀλετροπόδιον
ἀλετών
ἀλευάδας
ἀλεύκαντος
ἀλεύρινος
ἀλευρίτης
ἀλευροδοῦντες
ἀλευρόκλεψ
ἀλευρομαντεῖον
ἀλευρόμαντις
ἄλευρον
ἄλευρον2
ἀλευροποιέω
ἀλευρόττησις
View word page
ἀλεύκαντος
not growing white

ShortDef

not growing white

Debugging

Headword:
ἀλεύκαντος
Headword (normalized):
ἀλεύκαντος
Headword (normalized/stripped):
αλευκαντος
IDX:
3557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3558
Key:

Data

{'content': 'not growing white'}