Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλεσις
ἄλεσμα
ἀλεσμός
ἀλεστέον
ἄλεστρον
ἀλέτης
ἀλετικός
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἀλετροπόδιον
ἀλετών
ἀλευάδας
ἀλεύκαντος
ἀλεύρινος
ἀλευρίτης
ἀλευροδοῦντες
ἀλευρόκλεψ
ἀλευρομαντεῖον
ἀλευρόμαντις
View word page
ἀλετρίς
a female slave who grinds grain

ShortDef

a female slave who grinds grain

Debugging

Headword:
ἀλετρίς
Headword (normalized):
ἀλετρίς
Headword (normalized/stripped):
αλετρις
IDX:
3553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3554
Key:

Data

{'content': 'a female slave who grinds grain'}