Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλέπιστος
ἄλεσις
ἄλεσμα
ἀλεσμός
ἀλεστέον
ἄλεστρον
ἀλέτης
ἀλετικός
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἀλετροπόδιον
ἀλετών
ἀλευάδας
ἀλεύκαντος
ἀλεύρινος
ἀλευρίτης
ἀλευροδοῦντες
ἀλευρόκλεψ
ἀλευρομαντεῖον
View word page
ἀλετρίβανος
that which grinds

ShortDef

that which grinds

Debugging

Headword:
ἀλετρίβανος
Headword (normalized):
ἀλετρίβανος
Headword (normalized/stripped):
αλετριβανος
IDX:
3552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3553
Key:

Data

{'content': 'that which grinds'}