Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁλεότης
ἀλεπίδωτος
ἀλέπιστος
ἄλεσις
ἄλεσμα
ἀλεσμός
ἀλεστέον
ἄλεστρον
ἀλέτης
ἀλετικός
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἀλετροπόδιον
ἀλετών
ἀλευάδας
ἀλεύκαντος
ἀλεύρινος
ἀλευρίτης
ἀλευροδοῦντες
View word page
ἀλετός
a grinding
ShortDef
a grinding
Debugging
Headword:
ἀλετός
Headword (normalized):
ἀλετός
Headword (normalized/stripped):
αλετος
IDX:
3550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3551
Key:
Data
{'content': 'a grinding'}