Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἄλεος
ἁλεότης
ἀλεπίδωτος
ἀλέπιστος
ἄλεσις
ἄλεσμα
ἀλεσμός
ἀλεστέον
ἄλεστρον
ἀλέτης
ἀλετικός
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἀλετροπόδιον
ἀλετών
ἀλευάδας
ἀλεύκαντος
ἀλεύρινος
ἀλευρίτης
View word page
ἀλετικός
for grinding

ShortDef

for grinding

Debugging

Headword:
ἀλετικός
Headword (normalized):
ἀλετικός
Headword (normalized/stripped):
αλετικος
IDX:
3549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3550
Key:

Data

{'content': 'for grinding'}