Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐποφλισκάνω
ἐποχέομαι
ἐποχετεία
ἐποχετεύω
ἐποχεύς
ἐποχεύω
ἐποχή
ἐποχθίδιος
ἐποχθίζω
ἐποχλεύς
ἐποχλίζομαι
ἔποχον
ἔποχος
ἔποψ
ἐποψάομαι
ἐπόψημα
ἐπόψησις
ἐποψία
ἐποψίδιος
ἐπόψιμος
ἐπόψιος
View word page
ἐποχλίζομαι
to be bolted
ShortDef
to be bolted
Debugging
Headword:
ἐποχλίζομαι
Headword (normalized):
ἐποχλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εποχλιζομαι
IDX:
35468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35469
Key:
Data
{'content': 'to be bolted'}