Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπουσιαστικός
ἐπουσιώδης
ἐποφείλω
ἐποφθαλμιάω
ἐποφλισκάνω
ἐποχέομαι
ἐποχετεία
ἐποχετεύω
ἐποχεύς
ἐποχεύω
ἐποχή
ἐποχθίδιος
ἐποχθίζω
ἐποχλεύς
ἐποχλίζομαι
ἔποχον
ἔποχος
ἔποψ
ἐποψάομαι
ἐπόψημα
ἐπόψησις
View word page
ἐποχή
a check, cessation: the epoch

ShortDef

a check, cessation: the epoch

Debugging

Headword:
ἐποχή
Headword (normalized):
ἐποχή
Headword (normalized/stripped):
εποχη
IDX:
35464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35465
Key:

Data

{'content': 'a check, cessation: the epoch'}