Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπουρόω
ἐπούρωσις
ἐπουσία
ἐπουσιαστικός
ἐπουσιώδης
ἐποφείλω
ἐποφθαλμιάω
ἐποφλισκάνω
ἐποχέομαι
ἐποχετεία
ἐποχετεύω
ἐποχεύς
ἐποχεύω
ἐποχή
ἐποχθίδιος
ἐποχθίζω
ἐποχλεύς
ἐποχλίζομαι
ἔποχον
ἔποχος
ἔποψ
View word page
ἐποχετεύω
to carry
ShortDef
to carry
Debugging
Headword:
ἐποχετεύω
Headword (normalized):
ἐποχετεύω
Headword (normalized/stripped):
εποχετευω
IDX:
35461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35462
Key:
Data
{'content': 'to carry'}