Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπουρίζω
ἔπουρος
ἐπουρόω
ἐπούρωσις
ἐπουσία
ἐπουσιαστικός
ἐπουσιώδης
ἐποφείλω
ἐποφθαλμιάω
ἐποφλισκάνω
ἐποχέομαι
ἐποχετεία
ἐποχετεύω
ἐποχεύς
ἐποχεύω
ἐποχή
ἐποχθίδιος
ἐποχθίζω
ἐποχλεύς
ἐποχλίζομαι
ἔποχον
View word page
ἐποχέομαι
to be carried upon, ride upon

ShortDef

to be carried upon, ride upon

Debugging

Headword:
ἐποχέομαι
Headword (normalized):
ἐποχέομαι
Headword (normalized/stripped):
εποχεομαι
IDX:
35459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35460
Key:

Data

{'content': 'to be carried upon, ride upon'}