Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλεξιφάρμακον
ἀλεξιφάρμακος
ἀλεξίχορος
ἀλέξω
ἀλέομαι
Ἄλεος
ἁλεότης
ἀλεπίδωτος
ἀλέπιστος
ἄλεσις
ἄλεσμα
ἀλεσμός
ἀλεστέον
ἄλεστρον
ἀλέτης
ἀλετικός
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
ἀλετρίς
ἀλετροπόδιον
View word page
ἄλεσμα
anything ground
ShortDef
anything ground
Debugging
Headword:
ἄλεσμα
Headword (normalized):
ἄλεσμα
Headword (normalized/stripped):
αλεσμα
IDX:
3544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3545
Key:
Data
{'content': 'anything ground'}