Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπορθοβοάω
ἐπορθρεύω
ἐπορθρισμός
ἐπορίνω
ἐπόρνυμι
ἐπορούω
ἐποροφόω
ἐπόρυξις
ἐπορύττω
ἐπορχέομαι
ἔπος
ἐποστρακίζω
ἐπόσχιον
ἐποτοτύζω
ἐποτρύνω
ἐπουδαῖος
ἐπουλίς
ἔπουλος
ἐπουλόω
ἐπούλωσις
ἐπουλωτικός
View word page
ἔπος
a word

ShortDef

a word

Debugging

Headword:
ἔπος
Headword (normalized):
ἔπος
Headword (normalized/stripped):
επος
IDX:
35434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35435
Key:

Data

{'content': 'a word'}