Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλεξίμορος
ἀλέξιον
ἀλεξιφάρμακον
ἀλεξιφάρμακος
ἀλεξίχορος
ἀλέξω
ἀλέομαι
Ἄλεος
ἁλεότης
ἀλεπίδωτος
ἀλέπιστος
ἄλεσις
ἄλεσμα
ἀλεσμός
ἀλεστέον
ἄλεστρον
ἀλέτης
ἀλετικός
ἀλετός
ἀλετρεύω
ἀλετρίβανος
View word page
ἀλέπιστος
not scaled, unscaled

ShortDef

not scaled, unscaled

Debugging

Headword:
ἀλέπιστος
Headword (normalized):
ἀλέπιστος
Headword (normalized/stripped):
αλεπιστος
IDX:
3542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3543
Key:

Data

{'content': 'not scaled, unscaled'}